- πρωτοθοινία
- ἡ, Α(κατά τον Πολυδ.) η λήψη τής πρώτης μερίδας σε γεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -θοινία (< -θοινος < θοίνη «ευωχία, γεύμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοθοινία — πρωτοθοινίᾱ , πρωτοθοινία the first part of a meal fem nom/voc/acc dual πρωτοθοινίᾱ , πρωτοθοινία the first part of a meal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)